-
1 πανουργέω
Aπεπανούργηκα Ar.Pl. 368
:— play the knave, E.Med. 583, Ar.Ach. 658, Antipho 5.65: c. acc. cogn.,ἃ πανουργεῖς Ar.Eq. 803
, cf. Pl. 368, 876; ὅσια πανουργήσασα having dared a righteous crime, S. Ant.74;πανουργίας π. περί τι D.35.56
.II [voice] Pass., to be adulterated, Gal.6.269 (v. foreg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανουργέω
См. также в других словарях:
πανουργώ — έω, Α [πανούργος] 1. είμαι ικανός να διαπράξω κάθε απάτη, είμαι πανούργος, δόλιος*, απατεώνας («ὅσια πανουργήσασα» αφού τόλμησε να διαπράξει ένα δίκαιο έγκλημα, Σοφ.) 2. παθ. πανουργοῡμαι, έομαι νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες… … Dictionary of Greek